παρακοπαί

παρακοπαί
παρακοπή
infatuation
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακοπή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάγου. * * * ἡ, Α [παρακόπτω] 1. μτφ. τρέλα, παραφροσύνη 2. πνευματική κατάπτωση, άνοια 3. στον πληθ. αἱ παρακοπαί η παράνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”